- αναστόμωση
- Στην ιατρική, α. ονομάζεται η συνένωση δύο αγγείων τα οποία αποτελούν με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο (τοξοειδήςα.) ή η συνένωση δύο παράλληλων αγγείων με ένα μικρότερο (εγκάρσια α.). Οι α., που είναι απαραίτητες για τις απολινώσεις, αφορούν συνήθως τον πεπτικό σωλήνα, τους χοληδόχους πόρους, τα αιμοφόρα αγγεία και τους ουρητήρες. Μπορούν να πραγματοποιηθούν και δίχως εκτομή και διακρίνονται από τεχνική άποψη σε τελικο-τελικές, όταν συνάπτονται τα άκρα της διατομής, σε πλαγιο-πλάγιες,όταν η σύνδεση γίνεται με τα πλάγια, σε τελικο-πλάγιες και σε πλαγιο-τελικές.
(Βοτ.) Ο όρος α. χρησιμοποιείται και στη φυτολογία και αφορά τον αγωγό ιστό των φυτών και βασικά τα νεύρα των φύλλων των δικοτυλήδονων φυτών, όπου παρατηρούνται δικτυωτά πλέγματα αναστομωμένων μεταξύ τους νεύρων. Α. παρουσιάζουν επίσης και οι νευρώσεις του περικάρπιου ορισμένων φυτών.
(Τεχνολ.) Α. λέγεται και η επεξεργασία εκείνη των μετάλλων που πετυχαίνει τη λείανση της εσωτερικής επιφάνειας ενός σωλήνα ή ενός μεταλλικού κυλινδρικού τμήματος γενικότερα, όπως γιαπαράδειγμα ενός τουφεκιού ή ενός πυροβόλου.
* * *η (Α ἀναστόμωσις) [ἀναστομῶ, -όω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναστομώνωνεοελλ.1. ανατ. φυσιολογική πλευρική σύνδεση μεταξύ δύο αγγείων ή νεύρων2. ιατρ. εγχειρητική ένωση δύο κοίλων οργάνων3. βοτ. συνένωση διακλαδώσεων διαφόρων οργανικών μερών ενός φυτού, λ.χ. τών νεύρων τών φύλλων.
Dictionary of Greek. 2013.